Company: Others
Created by: federica.masante
Number of Blossarys: 31
- English (EN)
- Romanian (RO)
- Russian (RU)
- Spanish, Latin American (XL)
- Macedonian (MK)
- Indonesian (ID)
- Hindi (HI)
- Italian (IT)
- Serbian (SR)
- Spanish (ES)
- Czech (CS)
- Hungarian (HU)
- Arabic (AR)
- French (FR)
- Turkish (TR)
- Greek (EL)
- Dutch (NL)
- Bulgarian (BG)
- Estonian (ET)
- Korean (KO)
- Swedish (SV)
- English, UK (UE)
- Chinese, Hong Kong (ZH)
- Slovak (SK)
- Lithuanian (LT)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Thai (TH)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Danish (DA)
- Polish (PL)
- Japanese (JA)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Romanian (RO)
- Russian (RU)
- Spanish, Latin American (XL)
- Macedonian (MK)
- Indonesian (ID)
- Hindi (HI)
- Italian (IT)
- Serbian (SR)
- Spanish (ES)
- Czech (CS)
- Hungarian (HU)
- Arabic (AR)
- French (FR)
- Turkish (TR)
- Greek (EL)
- Dutch (NL)
- Bulgarian (BG)
- Estonian (ET)
- Korean (KO)
- Swedish (SV)
- English, UK (UE)
- Chinese, Hong Kong (ZH)
- Slovak (SK)
- Lithuanian (LT)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Thai (TH)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Danish (DA)
- Polish (PL)
- Japanese (JA)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Chinese, Traditional (ZT)
Термін соціолінгвістики, що стосується відмінних способів використання мови членами певної соціальної групи. У семіотичних термінах він може стосуватися в більш широкому плані субкодів, які є спільними для членів таких груп (див. коди).
Ενας όρος της κοινωνικής γλωσσολογίας που αναφέρετι στους διακριτούς τρόπους στους οποίους χρησιμοποιείται η γλώσσα από μέλη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Στην σημειολογία οι όροι αναφέρονται πιο ευρέως σε υπο-κώδικες που μοιράζονται τα μέλη τέτοιων ομάδων
Знак, який не містить жодних інших ознаків, на відміну від комплексного знаку.
Ενα σήμα που δεν περιέχει άλλα σήματα, σε αντίθεση με το πολύπλοκο σήμα.
Фуко використовує episteme термін для позначення загальний набір зв'язків в межах історичного періоду зокрема об'єднує Дискурсивна практики, які генерують її epistemologies.
Φουκώ χρησιμοποιεί το όρος επιστήμης να αναφέρεται το συνολικό σύνολο των σχέσεων μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ενώνοντας τις ασυνάρτητος πρακτικές που δημιουργούν την epistemologies.
Цей термін був використаний Пірсом для позначення процесу "утворення значення".
Το φαινόμενο της σημείωσης αφορά κάθε σύστημα σήμανσης: από τα πιο απλά, π.χ. τις πινακίδες της τροχαίας, έως τα πιο σύνθετα, π.χ. τους πολιτισμικούς κώδικες, τον κώδικα της μουσικής, και βέβαια το πληρέστερο σημειωτικό σύστημα, τη γλώσσα. Κατά τον Peirce, του οποίου η προσέγγιση έχει, αν και κάπως αργά, τύχει ευρύτερης αναγνώρισης, η σημείωση είναι η σχέση ενός σημείου με το αντικείμενο αναφοράς του και η διαδικασία της σημείωσης υλοποιείται με σημεία τριών ειδών: εικονικά, δεικτικά, συμβολικά.
Одиниця мови, яка передбачає заміну частини цілим, роду видами, або навпаки.
Σχήμα λόγου που περιλαμβάνει την αντικατάσταση μέρους έναντι του συνόλου ή το αντίθετο.
У metonym є образне за участю за допомогою одного означав стояти за одного означав, які безпосередньо пов'язані з ним або тісно пов'язаних з нею в деякому роді, зокрема замісної ефект за справу.
Σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει σημασιολογική σχέση.
Термін від соціолінгвістика, посилаючись на відмінні шляхів, в якій мові використовується окремими особами. В Семіотична термінах, це може бути більш широкому до стилістичні та особисті підкоди осіб (див. кодів).
Όρος που εκφράζει το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων που συνθέτουν τον προσωπικό τρόπο έκφρασης ενός ατόμου. Μπορεί να αναφέρεται και με την ευρεία έννοια στους προσωπικούς κώδικες των ατόμων.